υαλοποιώ

υαλοποιώ
υαλοποίησα, υαλοποιήθηκα, υαλοποιημένος, μετατρέπω κάτι σε γυαλί, υαλώνω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υαλοποιώ — Ν μετατρέπω μια ύλη σε γυαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + ποιώ*. Η λ., στον λόγιο τ. ὑαλοποιέω, ῶ, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • υαλοποίηση — η, Ν η μετατροπή μιας ύλης σε γυαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < υαλοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑαλοποίησις, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • υαλώ — ὑαλῶ, όω, ΝΜ, και υαλώνω Ν [ὕαλος] (λόγιος τ.) μεταβάλλω σε ύαλο, υαλοποιώ νεοελλ. καθιστώ ένα αντικείμενο υδατοστεγές με υάλωμα, βάζω υάλωμα μσν. παθ. ὑαλοῡμαι, όομαι α) τήκομαι, λειώνω β) (κατ επέκτ.) αποβάλλω την υφή, την ουσία μου …   Dictionary of Greek

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”